- επισυλλογισμός
- οσυλλογισμός τού οποίου η μείζων πρόταση είναι το συμπέρασμα αμέσως προηγούμενου συλλογισμού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επισυλλογισμός — ο (λογ.), σύνθετος συλλογισμός, που η μία από τις προκείμενές του είναι συμπέρασμα του αμέσως προηγούμενου συλλογισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)